- αναιρεσίβλητος
- -η, -οαυτός κατά τού οποίου ασκείται αίτηση αναιρέσεως.[ΕΤΥΜΟΛ. < αναιρεσιβάλλω. Η λ. μαρτυρείται για πρώτη φορά το 1838 στο Λεξικό τής Ελλ. Νομοθεσίας τού Δ. Μ. Βίκη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναιρεσιβάλλω — υποβάλλω στον Άρειο Πάγο αίτηση αναιρέσεως εναντίον αποφάσεως εφετείου ή ποινικού δικαστηρίου ή εναντίον βουλεύματος δικαστικού συμβουλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναίρεση ( ις) + βάλλω. ΠΑΡ. αναιρεσίβλητος. Η λ. απαντά για πρώτη φορά στην Εφημερίδα τής… … Dictionary of Greek